- ώος
- ὤα, ὦον, ΜΑαυτός που έχει εξαγοραστεί με χρήματα, αργυρώνητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πάτρως — ωος και ω, ο, Α ο αδελφός τού πατέρα, ο θείος από την πλευρά τού πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το πατήρ, πατρός και εμφανίζει τη δυσερμήνευτη κατάλ. ως, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί αντίστοιχη με αυτήν των: λατ. patruus, αρχ. ινδ. pitrvja … Dictionary of Greek
υποδμώς — ῶος, ὁ, Α υποδεέστερος δούλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δμώς «δούλος, υπηρέτης»] … Dictionary of Greek
θρακώος — θρακῷος, α, ον (Μ) αυτός που ανήκει στη Θράκη, ο θρακικός («τά θρακῷα μέρη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Θρᾴκη ή < Θρᾷξ, κός + επίθημα ῳος (πρβλ. προικ ῴος, υλ ῴος)] … Dictionary of Greek
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
ετεοδμώς — ἐτεοδμώς, ῶος, ή ἐτεόδμως, ωος, ὁ (Α) τίμιος, πιστός, δούλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεός «αληθινός, γνήσιος» + δμως «δούλος»] … Dictionary of Greek
κυρτώος — κυρτῷος, ῴα, ον (Μ) γερτός, λυγισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + επίθημα ῷος (πρβλ. κερδ ώος)] … Dictionary of Greek
παππώος — ῴα, ον, Α 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε παππού («παππῷον ὄνομα», Πλάτ.) 2. φρ. «ἔρανος παππῷος» συνεισφορά που ορίστηκε από τους πάππους, από τους προγόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάππος + κατάλ. ῷος (πρβλ. μητρ ώος)] … Dictionary of Greek
προθυρώα — (I) ἡ, Α το πρόθυρο, η αυλόπορτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. *προθυρῷος (πρβλ. προικ ῴος)]. (II) τὰ, Μ τα μέρη που βρίσκονται στα πρόθυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. *προθυρ… … Dictionary of Greek
προικώος — α, ο / προικῷος, ῴα, ον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προίκα ή αυτός που προέρχεται από προικοδότηση νεοελλ. φρ. «προικώο σύμφωνο» το προικοσύμφωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, κός + κατάλ. ῷος (πρβλ. πατρ ῷος)] … Dictionary of Greek
πυθώος — ῴα, ον, Α πύθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + κατάλ. ῷος (πρβλ. κερδ ῷος)] … Dictionary of Greek